|
1. легковерный; 2. (о) ротозей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легковерный? — μωρόπιστος как на (ново)греческом будет слово ротозей? — μωρόπιστος как с (ново)греческого переводится слово μωρόπιστος? — легковерный, ротозей — εμβελής — βεστιάριο — αλιεύς — κουρίτα — σφαμός — απέσω — σκάφη — δίπτωτος — αντροσύνη — ξαφνικά — αυθόρμητος — αθέτηση — δακτυλιοποιός — εγκαρτέρηση — ανασυνδέω — αξέφευγος — εκγερμανισμός — εμποροκαπετάνιος — μυδοπίλαφο — απωμάτιστος — μονημερίς |
|||