Новогреческий словарь
ζευγίτης
ζευγίτης
ο
пахарь, землепашец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пахарь
? —
ζευγίτης
как на
(ново)греческом
будет слово
землепашец
? —
ζευγίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζευγίτης
? — пахарь, землепашец
#
(ново)греческий словарь
—
ρόδα
—
υδροκυάνιο
—
σύμπηξη
—
ημιδιατροφή
—
γοβάκι
—
ορντινάντσα
—
επιφαίνομαι
—
ωτοσκόπηση
—
ιερογλυφικός
—
διαπεπιστευμένος
—
αθλιόκαιρος
—
λειχηνιάρης
—
βραδυκαρδία
—
πουλερικά
—
αδιάρθρωτος
—
ανασκελώνω
—
ονειριάζομαι
—
ενδόσιμος
—
μοτοσυκλετιστής
—
επισυνημμένος
—
παυσανίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве