|
на которого разрешена охота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово на которого разрешена охота? — θηρευτός как с (ново)греческого переводится слово θηρευτός? — на которого разрешена охота — πεντάρφανος — οσφύς — πειστήριο — φαντασμαγορία — ασπρόκωλος — παντοειδής — εκμισθώτρια — Φιλλανδή — πτελέα — κοντάκι — αλατοφόρος — αγριαπιδιά — αδέρφωμα — έκαστος — γουβός — ιδρυτικός — αντιστέκομαι — αρτοπρατήριον — ευνοϊκός — βιβλιοκριτική — τρυφερός |
|||