|
сразу; тотчас; ~ ~ — сразу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сразу? — γιαμά как на (ново)греческом будет слово тотчас? — γιαμά как с (ново)греческого переводится слово γιαμά? — сразу, тотчас — γάλα — πενιχρός — νομάτισμα — δομισμός — αποστράτευση — ακοντιστής — ψυχανθή — αναπτύσσω — ειλικρινά — βελοθυρίς — τελετουργώ — σκοταδίστρια — δεινοποίηση — προεικάζομαι — νόηση — επικρεμάμενος — υπουργικός — πιλάλα — τρισπήλαιος — δηλώνοντας — γαστριμαργία |
|||