Новогреческий словарь
συγκεντροποιημένος
συγκεντροποιημέν|ος
централизованный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
централизованный
? —
συγκεντροποιημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκεντροποιημένος
? — централизованный
#
(ново)греческий словарь
—
πρόσπτωση
—
ξαποστένω
—
αξονικός
—
ανταποκρινόμενος
—
οικοδομώ
—
αντιτετανικός
—
ψιλοκάμωμα
—
ομοσπονδία
—
αντικρινά
—
ερειπώ
—
προσκρούω
—
μεσάζω
—
επισκοπώ
—
απόσιγα
—
αγγελιάζω
—
παρασταίνω
—
ψιλοδουλεμένος
—
ανους
—
μάγια
—
μπρέ
—
γραμματοφυλακείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве