|
ο удвоение (тж. грам.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удвоение? — αναδιπλασιασμός как с (ново)греческого переводится слово αναδιπλασιασμός? — удвоение — αποζυμώνω — διαχέω — αλεξανδρινός — εθελοθυσία — σαλαμούρα — ενδομορφία — άμιλλα — γουδόχερο — λεκάνη — ζωνάρι — ερυμα — επείσθην — κολάζω — προαύλιο — ζαγαρομάτης — σύντομα — εκλεκτικιστικά — σκοποβολείο — αποστέκομαι — τριτεγγυητής — κατουριέμαι |
|||