|
приемлемый, допустимый; αυτό δέν είναι ~ό — [phrase]это неприемлемо, недопустимо[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приемлемый? — παραδεχτός как на (ново)греческом будет слово допустимый? — παραδεχτός как с (ново)греческого переводится слово παραδεχτός? — приемлемый, допустимый — ενδιάμεσο — ανεπιφύλακτος — πακτώνω — εγχειριστικός — χαρτόμουτρο — αναβατός — χαλιφατο — χρεώβαρο — παρουσιάσιμος — μαλαφράντζα — τυχοδιωκτικός — εικών — επιβοήθησις — κορδωμένος — ακυρωτέος — τετραγαμμάδιον — εγγομφώνω — ψυχοπονάω — προσδιορίζω — στοιχειωμένος — αγυιόπαιδο |
|||