Новогреческий словарь
ανωτέρω
ανωτέρω
1.
выше
;
ως ~ — как сказано выше
;
2. :
ο ~ — вышеупомянутый, вышеизложенный
;
τά ~ — вышеизложенное
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выше
? —
ανωτέρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανωτέρω
? — выше
#
(ново)греческий словарь
—
καρπαθιακός
—
αμυλόκολλα
—
ασφυκτικότης
—
θύραθεν
—
εβραϊστής
—
επιστομίζω
—
ψηλοκρατώ
—
ακατέβατος
—
ξηροψήνω
—
δανικός
—
Κοινωνία
—
αθρησκεία
—
ταξιδιάρης
—
αχερόστρωμα
—
ασκάλαβος
—
ασβεστοκονίαμα
—
κυτταρολογικός
—
εσωτερικό
—
προγραμματισμα
—
γενίτσαρος
—
χορταποθήκη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве