|
το тесьма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тесьма? — επίρραφον как с (ново)греческого переводится слово επίρραφον? — тесьма — αγγριση — τσαϊέρα — κοντόφθαλμος — ζιγκολέτα — δίσκελο — καταχώνιασμα — αιμοδότης — ακροδυνία — έμπορας — παραμαγνητικός — αγηροκόμητος — δεντρότοπος — εφόδια — ροσόλι — πεζεύγω — καρμιριά — ημίπτωτος — κουκέττα — στρυμωγμένος — δασκαλίστικος — θειώδης |
|||