|
το ножны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ножны? — φηκάρι как с (ново)греческого переводится слово φηκάρι? — ножны — οράμα — θανατικό — υπεξαιρώ — μολάρω — συμπολίτης — μαλθακώδης — ρινοβρογχίτιδα — γαιοκτησία — ξεγύρισμα — βλαστάνω — αναβρυτός — διυλισηκός — αντισφαιριστής — φυσιογνωστικός — σολοικισμός — αυτοκατοπτρίζομαι — παραείμαι — γέρνω — αδιάγραπτος — αερολογώ — ορύσσω |
|||