Новогреческий словарь
φθειρίζομαι
φθειρίζομαι
искать вшей
(у себя)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искать вшей
? —
φθειρίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
φθειρίζομαι
? — искать вшей
#
(ново)греческий словарь
—
στερεότητα
—
τάππα
—
χολκουργείο
—
εναντιολογικός
—
δασύστερνος
—
προφύσιον
—
κωλυσιεργεία
—
καταχώνιασμα
—
ολόμαλλος
—
καψικόν
—
εναρμονίστρια
—
ξεπικρίζω
—
πολωνός
—
ψαρωτικά
—
δεκαοχτάχρονος
—
τυφεκισμός
—
ανατριχίλα
—
ορμηνεύω
—
εκπέμπω
—
χελωνιάρης
—
σέσουλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве