|
η цепь; цепочка; ~ ορέων — горная цепь; ~ λογική — цепь доказательств #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цепь? — αλυση как на (ново)греческом будет слово цепочка? — αλυση как с (ново)греческого переводится слово αλυση? — цепь, цепочка — μυοπαγίς — διαξιφιστής — σκιόφιλος — ανασύρνω — αποθήκευση — χρωματογραφία — γουρουνομύτισσα — σαπρόφιλα — νώμος — βαμπακέλλα — ευτελώς — ανεκχώρητος — σάλιασμα — ανόσιος — μεταπουλώ — αλλοιοφανής — εξαχρείωση — Ιαπετός — ρόφημα — αλευρεμπόριο — σαρωτικός |
|||