|
το неопытность в военном деле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неопытность в военном деле? — απειροπόλεμο как с (ново)греческого переводится слово απειροπόλεμο? — неопытность в военном деле — ζηλιαρόγατα — καβαλλικεύω — εξηντάχρονος — προβληματικός — απόξενος — αναδιπλασιασμός — αντιβασιλικός — γεωλογία — επτάδα — τουρκοφάσουλο — φλογικός — τυροπιτάκι — ακρωτηρίαση — ανθελμιντικός — παίς — αστεροειδής — μακελεμένος — επεξεργάσιμος — αμέστωτος — ωκεανογραφικός — φανατικός |
|||