|
το церк. аналой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аналой? — αναγνωστήρι как с (ново)греческого переводится слово αναγνωστήρι? — аналой — προσχώνομαι — πρυμνοδέτης — τρυπανίζω — κλωνάρι — αλειμματώδης — χωρισμός — λαγαρός — προμηθευτής — κουφός — στωϊκός — γατοφαγωμένος — μεζεδάκι — γέμωση — ελεφαντομάχος — τουαλέττα — επικερδής — κακοτυχώ — απλευστος — αψυχόπονος — ανυφαντής — γλιτζιάρικος |
|||