|
η компетентность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово компетентность? — αρμοδιότητα как с (ново)греческого переводится слово αρμοδιότητα? — компетентность — φασκελιά — εσβεσα — σαμιαμίδι — ευγονισμός — καθησύχαση — βρωμόγλωσσος — προκομμένος — ζουφαίνω — επιδίδω — ξυλάνθρακας — λέπρα — βροχόπιασμός — λιάστρα — νομισματολογία — καθημέραν — θερμοκηπιακός — στρείδι — σαλπάρισμα — αυγάτισμα — ηλιομετρία — τυπώνω |
|||