Новогреческий словарь
γιγαντώνομαι
γιγαντώνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιγαντώνομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κρασοβόλι
—
χοντροδουλεμένος
—
συντακτικό
—
αγάλι
—
ιδρυματικός
—
αποθησαυριστής
—
αψύχωτος
—
διπλωματικός
—
κηροπήγιο
—
ιατροσομβούλιο
—
χοιρότριχα
—
κοπανατζού
—
γραμματόσημο
—
σύσκεψη
—
ασεβώ
—
επιλόχειος
—
διαπλάτισμα
—
αναζωογονητικά
—
ξεδοντιασμένος
—
Μίνως
—
αξύριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве