|
дивизионный; ~όν πεζικόν — пехотная дивизия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дивизионный? — μεραρχιακός как с (ново)греческого переводится слово μεραρχιακός? — дивизионный — θάμνος — πτήσσομαι — ξυλοπαγής — χοληστερόλη — διαβολέτο — σπαρνώ — μονοπατάκι — αποκούμπι — αρτίδιον — πώμα — δυστυχία — ανορθογραφία — καρύδι — ρακοσυλλέκτρία — τρελλοκομείο — εναντίωνομαι — αψάδα — υπογραμματέας — πεζικό — πλεκτό — δράκα |
|||