|
ο 1) тот(__,__) кто усиливает, укрепляет; 2) фото. усилитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто усиливает? — ενδυναμωτής как на (ново)греческом будет слово усилитель? — ενδυναμωτής как с (ново)греческого переводится слово ενδυναμωτής? — тот, кто усиливает, усилитель — δυσβάστακτος — τριήραρχος — όταν — κλάκ — τσεπάκι — καρδιοδυναμική — πιτσουνάκια — φιστικάς — περγαμηνή — αλεκτρυονικός — αμεταποίητος — πεσσιμιστικός — παραφορτώνω — αμερικανοκρατία — διαφεντευτής — σταθμίζω — ατμόπλοιο — καμαρότα — χαρακίρι — διασταυρούμενός — ξεκούμπισμα |
|||