Новогреческий словарь
αβαντάζ
αβαντάζ
το :
έχω τό ~ ότι... — преимущество моего положения в том(__,__) что...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβαντάζ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πάντως
—
σύνωρος
—
ξιπασιάρης
—
αγγιστρεύω
—
ευστοχία
—
περγουλιά
—
καρδιολόγος
—
εκτόδερμα
—
διερώτησις
—
μπιρμπίλι
—
σκυλοκέφαλος
—
ανάδετος
—
συνέδριο
—
φοινομενικός
—
συνεύρεση
—
εκπροσώπευση
—
πριγκιπόπουλο
—
νεωτερισμός
—
ψαρόσουπα
—
βιτριολικός
—
ετερότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве