Новогреческий словарь
συναλλαγματική
συναλλαγματική
η
вексель
;
μακροπρόθεσμη (βραχυπρόθεσμη) ~ — долгосрочный (краткосрочный) вексель
;
προεξόφληση τής ~ής — учёт векселей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вексель
? —
συναλλαγματική
как с
(ново)греческого
переводится слово
συναλλαγματική
? — вексель
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιοναυτιλιακός
—
κυκλώνας
—
γοδέρισμα
—
οδοντογιατρός
—
εορτάζομαι
—
πορτέλλο
—
βωκος
—
πωλητήριο
—
χρησμολογώ
—
εκπρόσωπος
—
εκατοσταριά
—
λιμιώνας
—
εμφυσηματικός
—
καλομεταχείριση
—
κελλί
—
επανορθωτός
—
απιστία
—
ισπανοφιλία
—
χλεύη
—
συνταγολογία
—
προορατικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве