|
το узда (тж. перен.), уздечка; κρατάει καλά τά ~α — [phrase]он держит всех в уздё, он умеет управлять[/phrase]; βάστα του καλά τά ~α — прям., перен. [phrase]держи его в узде[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узда? — γκέμι как на (ново)греческом будет слово уздечка? — γκέμι как с (ново)греческого переводится слово γκέμι? — узда, уздечка — εκτομίας — ενδώσμωσις — ανώδυνος — αφηγούμαι — εθνικός — ανόργανος — ανακατωμένος — δυστύχημα — ακαπλάντιστος — ζάρα — οξύθυμος — εξαερίζω — αναμεράω — αδερφικός — ευαγγελίζομαι — αυτοκυβέρνηση — πόρρωθεν — σιγούρεμα — ορθοπεταλιά — μικρόσχημος — παραφτασμένος |
|||