Новогреческий словарь
αορτή
αορτή
η анат.
аорта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аорта
? —
αορτή
как с
(ново)греческого
переводится слово
αορτή
? — аорта
#
(ново)греческий словарь
—
χαλκογραφία
—
αρκαντάσης
—
λιόπρινο
—
οβελισμός
—
απεμπόληση
—
οστεώδης
—
λογού
—
καλοσόδιαστος
—
ασχημογύναικο
—
κινίνος
—
κονδύλωμα
—
επίδραση
—
μυθιστορηματικός
—
δίκροτον
—
οιδηματώδης
—
παραληρηματικός
—
δουλικός
—
σιδερένιος
—
βλάμισσα
—
απειλή
—
εξαίρεση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве