|
ο офицер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово офицер? — σερδάρης как с (ново)греческого переводится слово σερδάρης? — офицер — άδοξος — χαλεπά — πάρολι — ευνούχος — χαμηλόφωνα — ξεπαντρεύω — κλώσιμο — τρακ — γλυκόαιμος — ραβασάκι — βαδίστρια — μυριστικός — απόγκωνος — πνευματικότητα — ράβδωση — σταχτοκουλλούρα — υψηλόβαθμος — στραγγαλισμένος — αυτοπαρουσιαση — έξη — ακαταπόντιστος |
|||