Новогреческий словарь
εκατονταρχία
εκατονταρχία
η ист. 1)
центурия
;
2)
сотня
(войсковое соединение)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
центурия
? —
εκατονταρχία
как на
(ново)греческом
будет слово
сотня
? —
εκατονταρχία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκατονταρχία
? — центурия, сотня
#
(ново)греческий словарь
—
επιστητός
—
αφύπνιση
—
μπλογκόσφαιρα
—
ώχρα
—
μαρκαδόρος
—
ενδοσκόπηση
—
καπνοπαραγωγή
—
επίθεμα
—
γουρλίδικος
—
καταρίθμηση
—
πλαγιαστός
—
θερμοηλεκτρισμός
—
αναγούλιασμα
—
πατίνι
—
λιβελουλα
—
αναφυτεύω
—
ανελλιπώς
—
ξεσυνέριση
—
τίκ
—
ξεσκάφτω
—
υπενοικίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве