|
το хим. 1) окись; ~ άνθρακος (χαλκού — к. λ. π.) окись углерода (меди и т. п.); 2) окисел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окись? — οξείδιο как на (ново)греческом будет слово окисел? — οξείδιο как с (ново)греческого переводится слово οξείδιο? — окись, окисел — αντιφατικός — ανέκρωτος — κάτοικας — μπατζάκι — αυτοσχεδιαστής — αποκόμιση — μενσεβικισμός — ασχημοσύνη — αμπελοκλάδι — Αίολος — θεατρομανής — άκλωθος — λιανίζω — μισογενωμένος — αξιοποιήσιμος — ευφημιστικός — εκκοπεύς — δεσμευμένος — καλαθάκι — αποξηραντικός — απολησμονημένος |
|||