Новогреческий словарь
ελαφρούτσικος
ελαφρούτσικ|ος
1)
лёгонький
;
2)
глупенький
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лёгонький
? —
ελαφρούτσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
глупенький
? —
ελαφρούτσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαφρούτσικος
? — лёгонький, глупенький
#
(ново)греческий словарь
—
αραθυμιά
—
ράγισμα
—
μιάς
—
αμπουλας
—
επιθεωρώ
—
πτωχαλαζών
—
συρματωτήρας
—
κοσμοϊστορικός
—
σιγουράρισμα
—
αποδείπνι
—
παρεξηγησιάρης
—
ανακρίνομαι
—
ενδεικτικό
—
μελισσάκι
—
γνευτός
—
δεκαεπταέτης
—
σαρκαστής
—
αναγκαστικότητα
—
στεριώνω
—
ευωδιαστός
—
μετριοφρονώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве