Новогреческий словарь
βλαστογένεση
βλαστογένεση
(-εως) η
вегетативное размножение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вегетативное размножение
? —
βλαστογένεση
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλαστογένεση
? — вегетативное размножение
#
(ново)греческий словарь
—
καταγελώ
—
αναλύσιμος
—
πολιτικά
—
υπατεία
—
ημίφωνο
—
κρέμασμα
—
πολυσήμαντος
—
θυμάρι
—
ανηφοροκατήφορος
—
χαζομάρα
—
αδιάρρηκτος
—
υδατώδης
—
απευκταίος
—
αροτρίωση
—
πλαγνοφυλακή
—
μηκύνω
—
αχρειολόγα
—
εμψυχωτικά
—
επιπροσθέτω
—
μονοθάλαμος
—
ανθρωπολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве