Новогреческий словарь
διαφλέγομαι
διαφλέγομαι
воспламеняться
;
~ομαι υπό τής επιθυμίας νά... — гореть желанием (что-л. сделать)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воспламеняться
? —
διαφλέγομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαφλέγομαι
? — воспламеняться
#
(ново)греческий словарь
—
αιμόλυση
—
νύφη
—
αρνοκάτσικα
—
υποδειγματικός
—
ξεναγέτης
—
πιρόγα
—
διερμηνευτικός
—
επιστόμωσις
—
σακάτευμα
—
μοναστηριακός
—
στοίχος
—
επιστομίζω
—
αυτοεξευτελισμός
—
αλλαξιθρησκεία
—
κρεατοσάνιδα
—
πάτωμα
—
βουσυκιά
—
σοκάρω
—
οπωροφόρος
—
στενόμακρος
—
λειβαδήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве