Новогреческий словарь
άμβλωση
άμβλωση
(-εως) η
аборт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аборт
? —
άμβλωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
άμβλωση
? — аборт
#
(ново)греческий словарь
—
ζούλα
—
σακοράφα
—
κιτρέα
—
φεουδοκρατία
—
μενού
—
βαθυκόκκινο
—
αξουρισιά
—
στασιμότητα
—
χεροδύναμος
—
τροχήλατος
—
ατιμάρευτος
—
ακριανός
—
εμπλουτισμός
—
μασούρισμα
—
λιμαδόρος
—
βαλεριάνή
—
γεροσύνη
—
ερράθην
—
φωτεινότητα
—
μνήστρον
—
κοπαδιαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве