|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορθολογιστικός? — — λιγωμάρα — ανοικονόμητα — άρρην — πτωχός — αναπεπταμένος — δεντρότοπος — αλλεπάλληλος — τραχειίτις — αθλομανής — αιθεριοποιώ — απαρασημοφόρητος — ευτέλεια — καταλαλιά — ιστοθέτις — απροσπέλαστος — θαμβώνω — πλαταράκια — λογοδοσία — χειμερία — φωτοξυλογραφία — χάροντας |
|||