Новогреческий словарь
ντρέντνωτ
ντρέντνωτ
το воен.-мор.
дредноут
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дредноут
? —
ντρέντνωτ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ντρέντνωτ
? — дредноут
#
(ново)греческий словарь
—
σαμποταριστής
—
ανερρούφα
—
απολυτρώτρια
—
απαγχόνιση
—
αυτοσχεδιάζω
—
ερείδομαι
—
δρομομετρώ
—
αβρός
—
μαλάκισμα
—
ευμάλακτος
—
δεκαοκτοετής
—
ωφελιμαρχία
—
επίπλουν
—
φαλιρώ
—
αξουράφιστος
—
μπαλαουρτζής
—
ναρκώνω
—
βιβλιοδετώ
—
ήκιστα
—
μυγιάζομαι
—
καββαλιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве