|
ο стегальщик (одеял) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стегальщик? — παπλωματάς как с (ново)греческого переводится слово παπλωματάς? — стегальщик — κηφηναρειό — διεθνολόγος — δραξιά — καύσων — ξετυλιγμένος — υδρογεωλογικός — τακτικά — μετρονομία — μονοσύλλαβος — εφελκίδα — αφάνταστος — χρεοκοπία — εκατοστόμετρο — γλυκόμιλος — κοτίσιος — ίασμος — αγκάθινος — χάλασμα — αβίζο — τσαλακώνω — φραγκόκοττα |
|||