|
одновесельный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одновесельный? — μονόκωπος как с (ново)греческого переводится слово μονόκωπος? — одновесельный — κραδασμός — εχθροπραξία — ψάλλω — προεξοφλητικός — αμύνομαι — σηματοδοσία — περιστέρα — κλωνάρι — μυθοποίηση — βρεχάμενα — μαλλωτός — πωρώνω — ξαγγρίζω — επιφυλαχτικός — διαφθορείο — κωπηλάτισσα — ατενίζω — συγκερασμός — πεντικιούρ — λαβώνομαι — φημίζομαι |
|||