Новогреческий словарь
δεσποτικώς
δεσποτικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεσποτικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γερεύω
—
ζωοβιολογία
—
γλωσσοκοπανάω
—
πυρορραγής
—
λυγαρήσιος
—
μακροκάνης
—
καλάρω
—
αποπλέκω
—
πόρδος
—
υπόκρουση
—
αυτός
—
σκόνη
—
οχταήμερος
—
καταπιέστρια
—
ομφαλός
—
ψιθυριστός
—
σιδηρομαγγάνιο
—
φύραμα
—
βουλευτεια
—
παραφθαρμένος
—
αθέλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве