Новогреческий словарь
σταυροπάτης
σταυροπάτης
ο 1)
безбожник
;
2)
скотокрад
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безбожник
? —
σταυροπάτης
как на
(ново)греческом
будет слово
скотокрад
? —
σταυροπάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταυροπάτης
? — безбожник, скотокрад
#
(ново)греческий словарь
—
αδρανοποιούμαι
—
καλοσυνηθισμένος
—
καρβουνιάρισσα
—
μαστάρι
—
ραδιοπυξίς
—
σεράι
—
μελανότης
—
πανοραματικός
—
βραχιόλι
—
γαλανότητα
—
ανεμογραφία
—
γελωτοποιός
—
ένηχος
—
διετμήθην
—
διενέργεια
—
εκτράχυνση
—
μηλαφάνα
—
άσκημος
—
χάρακας
—
αμπώθω
—
ανθόστρωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве