|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γηροκόμος? — — ανάκαρα — αρχισυντάχτης — μονημερίτικος — ψώνισμα — πεζοναυτικό — ωτίον — πυροδότης — κεντώ — σκλάβος — αντιπαθώ — αγευστί — αποφόρτωση — καφεκόπτης — σμπάρο — κουφοβοσκάω — βόνασος — νομαρχείο — μεροδουλεύτρα — πέννα — φλογιστικός — σύνθετος |
|||