|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποιέω? — — υδροθεραπευτήριο — σαλόνι — προσκυνήτρια — δρύς — παραδοξολογία — Βουλευτικό — αλησμονησιά — καζάκα — χαμηλόφωνα — ξέχωρα — απόκληρος — γυαλάδα — οχλοκρατούμαι — σειρήνα — δουλοπρεπώς — μαυροκόκκινος — αβολεσιά — ρέκβιεμ — κατοχύρωση — εκτός — μάχαιρα |
|||