|
ο 1) мясник (на бойне); 2) перен. убийца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мясник? — σφάκτης как на (ново)греческом будет слово убийца? — σφάκτης как с (ново)греческого переводится слово σφάκτης? — мясник, убийца — ξόβεργο — οργανοπλαστία — ερωτόπληκτος — τρόχαλο — τρουχίζω — αλιοτρίβητος — θρέμμα — ακυρολογώ — μοναχιάζομαι — διαπίστευμα — παρτίδα — περκνάδα — αμανετζής — πήγα — λύκειος — θείωση — πενηντάδραχμο — ακυρολεξία — πενταδάκτυλος — αβαθύρριζος — καθεστωτικός |
|||