Новогреческий словарь
επανασπείρω
επανασπείρω
пересевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пересевать
? —
επανασπείρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επανασπείρω
? — пересевать
#
(ново)греческий словарь
—
ατμομηχανικός
—
ακέντητος
—
ωοτοκία
—
επικός
—
κοινωνιολογία
—
ρηξιγενής
—
ηλιθιότητα
—
μαντεύομαι
—
συστήνω
—
απογυμνίωνω
—
αφεντιάζω
—
ξενόκουμπο
—
εποχλεύς
—
ενδυνάμωμα
—
ψελλίζω
—
φυλετικός
—
δεψικός
—
παρατηρούμαι
—
αλευρένιος
—
ωκεανάριο
—
σκυλοβαριέμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве