Новогреческий словарь
βλαισόχειρ
βλαισόχειρ
(-χειρός) ο
криворукий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
криворукий
? —
βλαισόχειρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλαισόχειρ
? — криворукий
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοματοποίηση
—
κωδικός
—
εγκεφαλομυελίτιδα
—
φρίσσω
—
χαρτοθήκη
—
υποχωρώ
—
αναξιότητα
—
αναβράζω
—
ίασπις
—
λιψός
—
αλληλοεπηρεαζόμενος
—
τοποτηρητής
—
δυσεπίσχετος
—
σύγκλιση
—
ναυτολογώ
—
ιχνογραφία
—
αργολογία
—
μοναχοπαίδι
—
πολυσχιδώς
—
σείς
—
θαυματουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве