Новогреческий словарь
σαλονικιός
σαλονικιός
салоникский, из Салоник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
салоникский
? —
σαλονικιός
как на
(ново)греческом
будет слово
из Салоник
? —
σαλονικιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαλονικιός
? — салоникский, из Салоник
#
(ново)греческий словарь
—
καταπιστεύω
—
εμπορευματοκιβώτιο
—
πέζευμα
—
επικίνδυνος
—
βοϊδάμαξο
—
ανοιγμένος
—
σελεμιάζω
—
μονοδιάστατος
—
ευμεταβλησία
—
κωλοβρέχτης
—
επιρράπτω
—
μεγαλοπρέπεια
—
υπερωρία
—
ατράβηκτος
—
πολυπύρηνος
—
περιρραφή
—
καλλιγραφία
—
ήμερος
—
έλκος
—
ανθρωπολάτρης
—
εγγικτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве