Новогреческий словарь
άλευρο
άλευρο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άλευρο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελληνότροπος
—
οργανωτής
—
τριλογία
—
αψός
—
εισήγαγα
—
αναθυμάμαι
—
ανακατανέμω
—
διά
—
φρεσκοκουρεμένος
—
κνώδαλο
—
επιστεγάζω
—
ελάτινος
—
οφθαλμιατρείο
—
ανταλλαγή
—
αναζωγράφιση
—
στερούμαι
—
πορνό
—
επίφραξη
—
κορνιζάρω
—
σφαλιστός
—
ψοφόκρυο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве