Новогреческий словарь
ανθιδρωτικός
ανθιδρωτικός
:
-ό φάρμακο — средство против пота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθιδρωτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σεργιανάω
—
κόμης
—
δρομομετρώ
—
φασιανός
—
λατρευτός
—
αγρίλλιαστος
—
ακριβοπληρώνω
—
ομογνώμων
—
μαξιλλαρομάννα
—
κοροϊδευτής
—
αποκοίμηση
—
ολόκορμος
—
ψαλμός
—
φωτοδότης
—
ανομοιόσχημος
—
σκουληκομυρμηγκότρυπα
—
κουράρω
—
απαντητικός
—
σαρανταπενταρίζω
—
επίμαχος
—
μαγνησιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве