Новогреческий словарь
καθίσταμαι
καθίσταμαι
(αόρ. κατέστην)
становиться, делаться
;
~ται ανυπόφορον — становится невыносимым
;
~ εμφανές — становиться очевидным
;
κατέστη αδύνατον — [phrase]стало невозможным[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
становиться
? —
καθίσταμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
делаться
? —
καθίσταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθίσταμαι
? — становиться, делаться
#
(ново)греческий словарь
—
δυσόρατος
—
αναμεμιγμένος
—
απεικονίζομαι
—
αεροβατώ
—
ουρλιάζω
—
μεταλλοξίδιο
—
αδελφικότητα
—
γροθίζω
—
σιδερογροθιά
—
αναδημιουργικά
—
βουλευτίνα
—
μαγκλαράς
—
φαινότυπος
—
γραμμούλα
—
μουγιόχορτο
—
κουρνιαχτός
—
ελαφρόνοια
—
δερματικός
—
εγκατεσπαρμένος
—
καφεζυθεστιατόριο
—
θυμιατίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве