Новогреческий словарь
σχοινοβάτης
σχοινοβάτης
ο
канатоходец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
канатоходец
? —
σχοινοβάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχοινοβάτης
? — канатоходец
#
(ново)греческий словарь
—
περιδέραιο
—
χωριστά
—
πορθώ
—
γλωσσοβόλημα
—
παντρολόγημα
—
ροκέ
—
μονοκύτταρος
—
ασημοζώναρο
—
εόρτιος
—
παγερότητα
—
μεταξοτυπία
—
υαλουργείο
—
τσιμπέρι
—
καπνοσύριγξ
—
ορογραφία
—
καβάδι
—
διάξυλο
—
ασπρομουριά
—
αυτοκινητοδρόμιον
—
προσδιορισμένος
—
ερρυθμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве