|
царапать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γρατζουνίζω? — — αμυλοποιός — πλαστογράφος — γούβι — εξαργορώσιμος — συγκαταβατικός — σιγουράρω — κοινοπραξία — έχθρητα — μύθευμα — αναθεμελίωση — ματά — ασπάλοκας — κλάδεμα — ελόρνις — πευκόδεντρο — ανάτυπο — πολλαπλός — οδοκαθαρίστρια — ψηλαφητός — αιματοσπερμία — έγγειος |
|||