Новогреческий словарь
κατευθυντήριος
κατευθυντήρι|ος
направляющий, директивный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
направляющий
? —
κατευθυντήριος
как на
(ново)греческом
будет слово
директивный
? —
κατευθυντήριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατευθυντήριος
? — направляющий, директивный
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιοσταθμός
—
λατερνατζής
—
ορυμαγδός
—
σπειραματονεφρίτιδα
—
ξεπορτίζω
—
Κρεμλίνο
—
ακούμπημα
—
χάρος
—
κουφιοκέφαλος
—
χαϊδολόγημα
—
διαγρυπνώ
—
αψηλάφιστα
—
αλαλαχή
—
ρητορεύω
—
βομβαρδιστικό
—
πυροβολητής
—
ημιάνεργος
—
γαϊδουριά
—
μπαταχτσής
—
υδροδοχείο
—
χαντακώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве