|
светлый, светлого цвета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светлый? — ανοιχτόχρωμος как на (ново)греческом будет слово светлого цвета? — ανοιχτόχρωμος как с (ново)греческого переводится слово ανοιχτόχρωμος? — светлый, светлого цвета — τηλεσκόπιο — δαγγειοπαθής — στοπάρισμα — εξωκρινής — τυποτηλεγραφία — ξενοίκιαστος — σίτηση — θετικίστρια — οπτοπλινθοδομή — παιγνιδιάρης — μέν — τσιγγούναρος — παραχοντραίνω — δαφνώδης — ποδάρι — κισμέτι — αποστοματικού — κατατέμνω — πασιέντσα — φθείρω — δευτεριάτικα |
|||