|
1) отборный; 2) избранный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отборный? — διαλεκτός как на (ново)греческом будет слово избранный? — διαλεκτός как с (ново)греческого переводится слово διαλεκτός? — отборный, избранный — πλειοδότρια — ασβεσταρειά — προσαγώγιον — τύπωση — ελαιοδόκη — αυτομόλυνση — ντόντολα — στειρώ — φυλλόροια — ανατριχιάζω — χαλκόξανθος — πιλαλάω — πηλοφόρι — σιροπιαστός — ρυπαρότητα — ψυχολογισμός — τσικουδιά — τάγγη — καντάτα — ημιμάχιμος — βαθιοκοιμίζω |
|||