Новогреческий словарь
παστερίζω
παστερίζω
пастеризовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пастеризовать
? —
παστερίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
παστερίζω
? — пастеризовать
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχανθή
—
τιτλομανία
—
πιστόνι
—
αυτοαιμοθεραπεία
—
ανεξήγητος
—
κυριολεκτικά
—
σταχτόνερο
—
έβδομος
—
ανάφραντος
—
μερακλού
—
γεωθερμικός
—
διατονικός
—
αραπόσταρο
—
αλατόπαστος
—
σαμποταριστής
—
ανάδεμα
—
επαγγελματισμός
—
χειροτεχνία
—
λαμπόγυαλο
—
εξαΰλωση
—
απόφανση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве